- εὐεξέλικτος
- εὐεξ-έλικτος, ον,A skilful in manoeuvre, Str.3.3.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεξέλικτος — εὐεξέλικτος, ον (Α) (για στρατεύματα) ο επιδέξιος στους ελιγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελικτος (< εξ ελίσσω), πρβλ. αν εξ έλικτος] … Dictionary of Greek
εὐεξελίκτους — εὐεξέλικτος skilful in manoeuvre masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)